Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

χωρίο 22 / άνοιξη και χιόνι

Εικόνα
Σχεδόν έχει περάσει ένας χρόνος. Παράξενο, αλήθεια. Πόσο γρήγορα μεσολάβησαν μήνες ολόκληροι από την τελευταία συνάντησή μας. Για σένα θα 'μαι ήδη μια παλιά ιστορία. Μια γυναίκα που γνώρισες κάπου κάποτε στην Βαλτική. Ξέρω, πως έχεις ήδη προχωρήσει στη ζωή σου. Σε φαντάζομαι να γυρνάς στο σπίτι ύστερα από τη δουλειά. Κρεμάς το μπουφάν σου και ρεμβάζεις ευτυχισμένος έξω από το παράθυρο. Τα χέρια της σε τυλίγουν, τα ξανθά μαλλιά της ρέουν πάνω στους ώμους σου καθώς σε φιλά στα χείλη, εσύ χαμογελάς στα γαλανά της μάτια. Κι ύστερα, στην πολύχρωμη πλατεία της πόλης σου μπροστά απ' την μεσαιωνική εκκλησία εκείνη φορά ένα λευκό φόρεμα κι εσύ την περιμένεις στα σκαλιά ντυμένος με το μαύρο σου κουστούμι που σε κάνει να μοιάζεις με Έλληνα θεό, με βλέμμα γεμάτο προσμονή και σταθερά χέρια. Κι ύστερα, δυο παιδιά παίζουν χαρούμενα στο σαλόνι ενώ εκείνη μαγειρεύει κι εσύ με τα χαρτιά απλωμένα στο τραπέζι, γράφεις ποιήματα. Τις τελευταίες μέρες σε

χωρίο 21 / ελάχιστα μεταξύ μας απόσταση

Εικόνα
©kanagawa Την κράτησα. Την ελάχιστα μεταξύ μας απόσταση. Θα μπορούσαν τα χέρια μου να γίνουν ανοιξιάτικο στεφάνι ολόγυρά σου. Ή φλόγα. Το φούτερ σου θα καιγόταν. Το στήθος σου, οι ώμοι σου, η κοιλιά σου... Πύρινη αγκαλιά. Σαν μεσημέρι του Αυγούστου. Βαθύ μεσημέρι που η θάλασσα λάμπει σαν ήλιος. Που ο αέρας υγραίνει σαν ανάσα και κολλάει στο δέρμα. Όταν η ησυχία ορίζεται από το υπόκωφο τραγούδι των τζιτζικιών. Θα μπορούσε η μηχανή να είχε γίνει πουλί και να πετάξει. Σε ένα μέλλον που δεν τολμάει κανείς μας να διαβεί. Όμως την κράτησα. Την ελάχιστα μεταξύ μας απόσταση. Για να έχουμε ακόμα εκείνα τα νωχελικά ηλιοβασιλέματα που οι γλάροι επισκιάζουν τις χίμαιρες. ©Ιωάννα Λικιαρδοπούλου

χωρίο 20 / Photo Booth

Εικόνα
-Έτοιμος ο καφές σας. Είναι δυο ευρώ. Αυτές ήταν οι λέξεις που έδιωξαν τις αναμνήσεις μου,οι οποίες βίαια εισέβαλαν στην μέρα μου, καθώς ανοίγοντας το πορτοφόλι μου για να πληρώσω, αντίκρυσα την φωτογραφία μας. Ήταν απόγευμα, είχαμε πάει να δούμε ταινία και μετά -σαν μικρό παιδί- σου ζήτησα να πάμε να βγάλουμε μια φωτογραφία  στο photo booth του εμπορικού. Μου έλεγες ότι σε πονούσε απίστευτα το κεφάλι σου. Με τα πολλά σε έπεισα. «Τελικά εδώ ήταν αυτή» σκέφτηκα. Πλήρωσα τον καφέ μου κι έφυγα. Καθώς περπατούσα στο δρόμο συνέχισα να σκέφτομαι εκείνη τη μέρα. Ήταν άλλη μια μέρα που ενώ ξεκινούσε με «καλημέρα» κατέληγε με «συγγνώμη» και κλάματα. Και τότε ένιωσα κάτι να βράζει μέσα μου. Έψαξα στην τσάντα μου για το πορτοφόλι μου. Το άνοιξα. Βρήκα την φωτογραφία. Και πήγα να την πετάξω, αλλά κάτι μέσα μου ράγισε. Την κοίταξα καλύτερα. Είδα το χαμόγελο σου. Έχω μέρες να το δω.  «Καλύτερα όχι σήμερα»  και την έβαλα πάλι πίσω στο π

χωρίο 19 / Ύμνος στη Λευτεριά

Εικόνα
Σ' όρισα ανεξάρτητη μεταβλητή κι εμένα εξαρτημένη κι έθεσα ως υπόθεση τον έρωτα, τις μνήμες και τ' απωθημένα -που μου 'ναι πιο δυνατή λέξη από τις επιθυμίες ή τις νοσταλγίες. Αντί του δικαιώματος στην ελεύθερη βούληση κι ενώ πρωτύτερα θα το έθετα ως ελεύθερη νοσταλγία, το λέω πλέον ελεύθερη απώθηση. Σε γνώρισα από την κόψη του φιλιού τη τρομερή κι από την όψη σου που με βια μετράει τη γη. Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των ανθρώπων -δεν έχει πιο βαθειά- και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε κι αντίο, ξενιτιά . Όρισα ανεξάρτητη μεταβλητή τις ουτοπίες μας, τα μέρη που θέλαμε να ταξιδέψαμε κι εμάς ως εξαρτημένες κι έθεσα ως υπόθεση τον θάνατο, τα πένθη και τους κύκλους -που μου 'ναι πιο δυνατό σχήμα από τα τρίγωνα ή τα μάτια.

χωρίο 18 / ο Μικρός Πρίγκηπας

Εικόνα
Υπάρχει μια περίπτωση να ξανασυναντηθούμε. Μικρή, μεγάλη… δεν ξέρω. Σίγουρα πάντως κυκλική. Πιστεύω στον κύκλο. Στην ελικοειδή ροή της ζωής. Γι’ αυτό κι όταν αποχαιρετιστήκαμε τότε στο αεροδρόμιο, δεν ένιωσα πως είπαμε το τελευταίο αντίο. Για τον ίδιο λόγο, λοιπόν, θα σε περιμένω στο πλακόστρωτο έξω από το βιβλιοπωλείο. Στο χέρι θα κρατάω τον «Μικρό Πρίγκιπα». Θα φαίνομαι διαφορετική μα και ίδια. Σαν να πέρασαν μήνες βαρείς από την τελευταία φορά, και συγχρόνως, σαν να μην πέρασε στιγμή από την ιστορία μας. Αν εμφανιστείς, θα μοιραστούμε έναν καφέ σε κάποιο γραφικό ζεστό μαγαζί. Στην αρχή θα προσποιούμαι πως διόλου δεν με νοιάζει που ήρθες. Μα καθώς η ώρα θα κυλά και θα σταματά ο χρόνος, η ανάμνηση των όσων ζήσαμε κι ο πόθος μου για το κοινό μας μέλλον θα γεμίζουν τα μάτια μου με ήλιους - αδύνατο να μην κοιτάζω τα τριαντάφυλλα στα χείλη σου, το γλυκό σου πρόσωπο. Εσύ θα μου μιλάς με τη ζεστή φωνή σου κι εγώ θα σε φαντάζομαι σε γαλάζιο ουρανό κάτω απ’ τον ναό του Δία. Αν πάλι δεν εμφ

χωρίο 17 / Πάρις κι Ελένη

Εικόνα
©Rothko Το καλοκαίρι δουλέψαμε μαζί σ΄ ένα μαγαζί πάνω στη θάλασσα. Εσύ ερχόσουν στις επτά. Με το πουκάμισο σφιχτά κουμπωμένο ως επάνω και βήμα βιαστικό. Εγώ από τις τέσσερις άρχιζα να ανυπομονώ. Περίμενα να δω τα μάτια σου που στο φως γεμίζουν πορτοκαλί ανταύγειες. Να σε κοιτάξω κρυφά την ώρα που ήσουν απασχολημένος. Να νιώσω το βλέμμα σου να με ακολουθεί πύρινα στον χώρο. Ή τα επιτηδευμένα τυχαία αγγίγματά μας.  Περνούσαν τα ηλιοβασιλέματα κι εμείς χορεύαμε μυστικά σ΄ ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Σ΄ένα παιχνίδι δίχως κατάληξη, μα τι σημασία έχουν τα λογικά επιχειρήματα όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν και γεννούσαν ίμερο; Όλα εκείνα τα βράδια που παρατηρούσα τα χέρια σου καθώς δούλευες, τόσο σταθερά και δυνατά και αποφασισμένα και συγχρόνως απαλά που τα φανταζόμουν πάνω μου στην κοιλιά, στον λαιμό, στο στήθος, μέσα μου μαζί με τα πορτοκαλί σου μάτια που στο σκοτάδι ήταν πράσινα, με το βάρος του σώματός σου, με την ανάσα σου. Πόσο ακινητοποιημένη, πόσο ευάλωτη θα αισθανόμουν

χωρίο 16 / λήγουσα μακρά

Εικόνα
Πριν μου πεις σ' αγαπώ, θέλω να ξέρεις τις συνέπειες της αγάπης σου. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν πια τόσο συχνά το ρήμα «αγαπώ» που έχασε τη βαρύτητά του. «Αγαπώ τον καφέ, αγαπώ τις βόλτες στη θάλασσα, αγαπώ αυτήν την ταινία.» Φθάρθηκε τόσο πολύ που το «αγαπάω» έγινε «αγαπώ» λες και δεν έχει σημασία αυτή η μακρά λήγουσα. Το βάρος της λέξης. Που στην προφορά της αποκτά ουσία, υπάρχει και αυθίσταται. Ξέρεις, περιγράφει ένα συναίσθημα που έχει θέρμη σαν μεσημέρι καλοκαιριού, ελπίδα απ' τον νυχτερινό ουρανό κι ανάσα σαν πρωινή αύρα. Που φέρει ψύχραιμα το ψύχος του χειμώνα και το κάνει άνοιξη. Γι' αυτό να μην μου πεις ποτέ σ' αγαπώ αν είναι να ξεχάσεις τη μακρά λήγουσα. Προτιμώ να μην μου το πεις καθόλου. Ιωάννα Λικιαρδοπούλου

χωρίο 15 / Δέντρα

Εικόνα
Βαρειά στερε- ω- μέ- να στη γη τα δέν- τρα. Μα πιο πολύ οι άν- θρωποι, όταν κρατιούνται χέ- ρι χέρι. Λένε πως τα δέν- τρα δεν μετακινούνται. Μα τα 5 δάχτυλά μου και τα 5 δάχτυλά σου εί- ναι μια στοίβα ξυλαράκια που σπάνε πιο δύσκολα. Λέ- νε πως οι άν- θρωποι φεύγουν διαρκώς. Μα η στύση μου εί- ναι μια ρίζα σου: ό- πως φουσκώνει και σκάσει ένα πεζοδρόμιο από την ορ- μη- τι- κή ρί- ζα ε- νός δέν- τρου που θεριεύει στα σπλάχνα του. ©Σταμάτης Παρασκευάς

χωρίο 14 / Πανεπιστημίου

Εικόνα
Απόγευμα μιας καθημερινής στο κέντρο της Αθήνας. Η ίδια διαδρομή -από Πανεπιστήμιο Ομόνοια- που μέρες σαν κι αυτή την έχω σιχαθεί. Κάποια στιγμή σήκωσα τα μάτια μου από το κινητό και κοίταξα τον ουρανό. Είχε αυτό το ροζ με το λίγο λιλά χρώμα. Σταμάτησα απότομα το περπάτημα μου. Αυτός που περπατούσε πίσω από μένα ίσως και να με έβρισε λίγο, μα λίγο με ένοιαξε. Κοντοστάθηκα στα κιγκλιδώματα που διαχωρίζουν το πεζοδρόμιο από τον τον αυτοκινητόδρομο κοιτώντας το ροζ του ουρανού. Πόσο μ’ αρέσει αυτή η ώρα -σκέφτηκα. Και για μια στιγμή σε σκέφτηκα. Μας φαντάστηκα σε ένα παράλληλο σύμπαν να καθόμαστε σε ένα σημείο με θέα όλη την Αθήνα, αγκαλιά και με μια μπύρα στο χέρι να μιλάμε για φόβους και όνειρα. Ή και να μην μιλάμε καθόλου. Μα να μας πλαισιώνει αυτό το ροζ του ουρανού που τόσο πολύ αγαπώ.  Έψαξα στο κινητό μου να βρω το τραγούδι μας, μα δεν το είχα αποθηκεύσει. Γαμώτο -σκέφτηκα. Και τότε

χωρίο 13 / τζαζ

Εικόνα
Έχω ένα παράδοξο. Ο απόηχος των ηττών μου στον έρωτα εκδηλώνεται στη μουσική. Έτσι, καμία άλλη επίδραση δεν είχε η απουσία σου, παρά τον ενταφιασμό της τζαζ. Ώστε, να μην θυμάμαι ούτε την παγωμένη ακτή, ούτε το νοτισμένο δάσος, ούτε και το χιόνι όταν χόρευε στα μάτια σου. ©Ιωάννα Λικιαρδοπούλου

χωρίο 12 / ΑνΕμΟδΟύΡεΣ

Εικόνα
Ανεμοδούρες. Φουσκώνουμε κατά πού φυσάει ο άνεμος. Δεν είναι μια μεταφορά για το πόσο ασυνεπείς είμαστε. Εμένα μου αφήνει μια γεύση ευαισθησίας, σχεδόν πληγή, αδυναμίας. Εισπνέουμε: αέρα, καυσάεριο, τη μυρωδιά του άλλου, την ιδρωτίλα, το λαδερό, τη χυμένη βενζίνη, το χαρτί, το καμένο χαρτί, το τσιγάρο, τη γόπα, τη θάλασσα, τη βροχή πριν, ενώ και μετά, νυν και αεί. Οι αναμνήσεις -ειδικά γι' αυτά που δε ζήσαμε- χτυπάνε σαν κεραυνοί από μέσα προς τα έξω. Λαμπυρίζουμε για μια στιγμή κι έπειτα σκοτεινιάζουμε και πάλι, σαν νύχτες με καταιγίδα. Τρικυμισμένη θάλασσα, πόροι δέρματος που διεγείρονται. Όταν κάτι θες να το φυλακίσεις, το ρίχνεις σε ένα σχεδόν τεράστιο κενό: ούτε περιορισμοί, ούτε επαναλήψεις. Σ' ένα κενό. Κι η απόσταση που θε να διανύσει για να το διασχίσει σχεδόν απροσπέλαστη. Το χτυπά ο άνεμος. Θυμάται. Ανατριχιάζει. Διασχίζει. Φυλακίζει. Το αυτό: το έπειτα ξανά φυλακισμένο ανεμοδέρνεται, αναθυμάται, ανατριχιάζει, φυλακίζει. Το αυτό: κενό, άνεμος, θάλασσα, μνήμη, λήθ

χωρίο 11 / Τίγρης

Εικόνα
Τα μάτια σου είναι επικίνδυνα. Υπερβολικά γαλάζια. Υπερβολικά βαθιά. Σαν άγριας λευκής τίγρης εν ώρα κυνηγιού. Η απειλή αυτή με ελκύει. Γίνεται ηδονή. Σε πλησιάζω ολοένα και περισσότερο. Σε προκαλώ. Φαντασιώνομαι τα δόντια σου πάνω στο λαιμό μου, τα νύχια σου στην πλάτη μου, το βάρος του κορμιού σου πάνω στο δικό μου. Κι εγώ ανυπεράσπιστη σα θύραμα αφήνομαι να με καταβροχθίσεις σ' έναν ιμερόεντα χορό θανάτου. Επικίνδυνα τα μάτια σου. Μα πιο επικίνδυνη είμαι εγώ. Βλέπεις είμαι μιαν Ελένη και ως τέτοια είμαι κατ' ουσίαν ο θύτης και ο σπαραγμός. ©Ιωάννα Λικιαρδοπούλου

χωρίο 10 / Κρεμ

Εικόνα
Έχοντας καιρό να κρεμαστώ από ένα τηλέφωνο, θυμήθηκα πώς είναι να 'σαι κρεμασμένος από σκοινί και κρεμασμένο κάδρο και κρεμασμένος στο σταυρό και σημαία κρεμασμένη το απόγευμα, φεγγάρι κρεμασμένο μες στην νύχτα, να κρέμεσαι από τα χείλια κάποιου σα λέξη στην άκρη της γλώσσας και σα φιλί. Έρωτα κουφάλα έρχεται κρεμάλα. Σταμάτης Παρασκευάς

χωρίο 9 / μου λείπεις

Εικόνα
Μου λείπεις. Πάλι. Πολύ. Θέλω να σε δω. Να σου μιλήσω. Να σε αγγίξω. Μου λείπεις. Η αλήθεια είναι αυτή. Κι ας μην θέλω να την πω δυνατά. Θα είναι οριστική αποδοχή. Θα με δεσμεύσει. Θα με δέσει με κόκκινα δεσμά πάνω σε ένα βράχο. Κατά τη βασανιστική διάρκεια της ημερας, η αγωνία για τα συναισθήματα σου θα μου κατατρώει τα σωθικά. Σαν αετός ανάλγητος και δίκαιος, διοσταλτο όργανο της επαναφοράς της τάξης. Κατά τη νύχτα τα αστέρια θα μου γιατρευουν τις πληγές. Θα τα βλέπω να μου χαμογελούν και θα ονειρεύομαι και θα δυναμώνω. Σαν να μην είχε γίνει τίποτα ποτέ. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Τι προμηθεική αγωνία. Αβάσταχτη. Κι εγώ δεν είμαι Τιτάνας. Εγώ είμαι άνθρωπος με πάθη. Με το βάρος του ανεκπλήρωτου ή μάλλον του ημι-εκπληρωμένου. Μου λείπεις. Πάλι. Πολύ. Η αλήθεια είναι αυτή και δεν μ' αρέσουν οι αλήθειες. Ι.Λ.

χωρίο 8 / Σε ξένη χώρα

Εικόνα
Άνοιξα τα μάτια και δεν ήταν πια δικά μου. Είχαν το δικό σου καστανό,  βαθύ, γήινο,  μ' απαλές νιφάδες χιόνι στις άκρες της ίριδας  και ψιλές ανταύγειες πράσινης άνοιξης.  Και τότε είδα βουνά  που μοιάζουν με γίγαντες κοιμώμενους. Δαιδαλώδη μονοπάτια στα τρανσιλβανικά δάση.  Είδα πλακόστρωτους δρόμους βαρείς από ιστορία.  Το παλιό τραμ να διασχίζει συνοικοίες φτωχιές, αγωνιζόμενες,  μα κι εκκλησίες με τέμπλα ολόχρυσα  και κτίρια αριστοκρατικά μ' ανάγλυφο διάκοσμο που σ' άφηνε δίχως ανάσα.  Πολύχρωμες πλατείες τόσο παραμυθένιες  που ένιωθες σαν να μην υπάρχεις.  Πώς ίσως δεν υπήρξες ποτέ.  Ένα παλιό κάστρο - οχυρό στα χείλη ενός επιβλητικού γκρεμού. Κι από κάτω η πολιτεία να ξυπνάει κουρασμένη απ' τους αιώνες. Είδα Ρωμαίους αυτοκράτορες να παρελαύνουν κι εθνικούς ποιητές να άδουν στις πλατείες. Ένιωσα πόνο για έναν τόπο ξένο,  όπως η τρίχρωμη σημαία ανέμιζε  νικηφόρα, μα λίγο ματωμένη  και πίστεψα σ' ένα φέρελπι μέλλον  που διόλου ήτανε δ

χωρίο 7 / Ώδε κείμαι επ' αόριστον

Εικόνα
Το σημείο μηδέν  βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μαξιλάρι. Το σημείο βρασμού  βρίσκεται ακριβώς πάνω. Ακριβώς εκεί που σμίγει  η δεξιά πλευρά του προσώπου μου  και η αριστερή πλευρά του δικού σου.  Ή εκεί που σμίγει  η δεξιά πλευρά του προσώπου σου  και η αριστερή πλευρά του δικού μου. Η μύτη ανταμώνει το σεντόνι.  Οσμές  αναδύονται προβάλλοντας ενταφιασμένες αναμνήσεις. Τα βλέφαρα έπεσαν σμιλεύοντας είδωλα  όσων  οσφράνθηκα. Ώδε εφάπτονται αυτός και αυτή ώδε κείνται αυτός και αυτή  επ' αόριστον. Τα χρωματιστά κλινοσκέπασματα βρέθηκαν μες στον κάδο σιμά σε κάθε ψήγμα ημών των οδυρόμενων. Το μαξιλάρι απαράλλαχτο και ανέγγιχτο αναπαύεται στο άδειο στρώμα. Το πρόσωπο μου  βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μαξιλάρι. Εμελίνα Μαραγκούλια

χωρίο 6 / Πού βρίσκεσαι, τι κάνεις;

Εικόνα
Που βρίσκεσαι; Τι κάνεις; Άραγε χαμογελάς; Ξέρεις, αγάπη μου, ακόμα σε θυμάμαι. Τα βράδια ονειρεύομαι πως αρμενίζω στο πέλαγος μέσα σ' ένα παλιό ξύλινο καράβι.  Στέκεσαι στην πλώρη. Φοράς ένα λευκό πουκάμισο και χαμογελάς. Τα μάτια σου παίρνουν το χρώμα του δειλινού. Λες πως αγαπάς τη θάλασσα. Λες πως είμαι η θάλασσα. Ο ήλιος δύει κι ανατέλλει, τα χείλη σου έχουν γεύση από αλάτι, τα χέρια σου είναι θερμά σαν θερινό απομεσήμερο. Κι ο χρόνος δεν υπάρχει, μονάχα εσύ κι εγώ κι η θάλασσα κι ένας φάρος που φέγγει σα πυξίδα στον ορίζοντα. Εγώ κι εσύ ένα αέναο ταξίδι. Μα κάθε που νιώθω την ανάγκη να πιάσουμε λιμάνι ορθώνονται κύματα φριχτά. Βυθιζόμαστε βίαια. Το ρεύμα μας απομακρύνει. Ο αφρός σε σκεπάζει μέχρι που χάνεσαι. Μια δίνη ακατανίκητη με τραβάει, με τραβάει μέχρι που το σκοτάδι του νερού είναι βαθύ και που δεν ξέρω πια αν η επιφάνεια είναι προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τότε ξυπνάω τρομαγμένη. Το μέτωπό μου είναι υγρό κι ανασαίνω γρήρορα, βαθιά για ν' αποδιώξω το φόβο του πν

χωρίο 5 / Μέτρημα

Εικόνα
  ©van Gogh Κάθομαι και μετρώ τα φιλιά που δεν πρόλαβα να σου δώσω. Τις φορές που τα δάχτυλά μας δεν πλέχθηκαν σε εαρινό στεφάνι ή που δεν χάιδεψα τα μαλλιά σου. Πόσο λίγο χάρηκα το γέλιο σου, τον τρόπο που βαδίζεις με τα χέρια στις τσέπες, τις νότες της φωνής σου. Μετρώ τις λέξεις που δειλά γεννιούνταν στα χείλη, σα ψίθυρος, κι ύστερα κρύβονταν πάλι μέσα ανείπωτες. Πώς όχι; Οι λέξεις σαν γίνουν φωνή αποκτούν αυθυπαρξία, σε εξουσιάζουν. Μετρώ κι αργοανασαίνω - η ζέστη εδώ είναι νοτερή με πνίγει. Μα πάλι σκέφτομαι πώς οι μικρές στιγμές μας είχαν πάντα κάτι από αιωνιότητα. Σαν να χωρούσαμε ολόκληρες ζωές μέσα σε λίγες μέρες. Τι υπέροχα παράξενο! Μερικά άπειρα είναι πιο μεγάλα. Σταματώ να μετρώ κι ονειρεύομαι. ©Ι.Λ.

χωρίο 4 / αντί καλημέρας

Εικόνα
Αδύνατο να κοιμηθώ. Τα σεντόνια ειναι σχοινιά. Το κρεβάτι καίει. Απ' έξω χιόνι κι ο χρόνος τεντωμένος. Πάλλεται σα κλωστή καθώς μετράω τα λεπτά, ένα προς ένα. 249 ακόμη. Θα το αντέξω. Μα είναι αδύνατο να κοιμηθώ κι ο χρόνος δεν κυλάει. Σταμάτησε εδώ - συμπαγής - μέσα στο ξένο δωμάτιο. Θα το αντέξω. Κι ας φοβάμαι. Είναι που με εξημέρωσες βλέπεις. Και τώρα οι δείκτες κυλούν στο ρυθμό της προσμονής. Της προσμονής μου να σε δω ή μάλλον της αδημονία ς. Γιατί ξέρω, όπως ξέρεις, ότι το μόνο που έχουμε είναι ένα χειμερινό αστέρι, με σύντομη τροχιά που σκίζει τον ουρανο. Κι ύστερα οι δρόμοι μας χωρίζουνε, τα σύμπαντα χωρίζουνε, ένα μονάχα πύρινο αστέρι μας ενώνει σα φέγγει και στους δυό μας ουρανούς. Αδύνατο να κοιμηθώ. Θέλω να ξημερώσει γρήγορα, γρήγορα. Να φτάσει 10 - επιτέλους. Εγώ στις 10 συνήθως κοιμάμαι. Σιχαίνομαι τα πρωινά. Μα τώρα ήδη απ' τις 8 θα ξεκινήσω να μετράω, να ανυπομονώ. Στις 9 και μισή η καρδιά μου θα αρχίσει να χτυπάει μαινόμενη, μέχρι που δεν θα

χωρίο 3 / η κατά Νεφέλη Sylvia Plath

Εικόνα
“ We only begin to live when we conceive life as tragedy. ” Φίτζροι 23, Λονδίνο. Στο διαμέρισμα που κάποτε έζησε και ο ίδιος ο W.B. Yeats με τη φράση του σφηνωμένη στο μυαλό μου από πάντα. Κάποτε θα πουν ότι τούτος ο Φλεβάρης - ο Φλεβάρης του 1963 - υπήρξε ο ψυχρότερος των τελευταίων 150 χρόνων. 10 Φλεβάρη και κάποτε «σαν αύριο», θα πούνε, αυτοκτόνησε η Plath.» Θα ειπωθούν πολλά · χιλιάδες λέξεις δίπλα-δίπλα θα συνταιριαστούν και θα συνεργαστούν στην επίμονη προσπάθεια τους να αποδώσουν στην πράξη μου μια αληθοφανή εξήγηση. Θα κατηγορηθώ, θα χλευαστώ, θα ηρωοποιηθώ · θα γίνω πολλά και συνάμα τίποτα. Θα τα έχω γράψει όλα και θα προσποιούνται ότι δεν βλέπουν μήτε μια λέξη μου. Καταρχάς ο Ted κι έπειτα όλοι οι άλλοι, οι αθώα ένοχοι με τις βδελυρές ματιές που θα ρίξουν στη ζωή μου μετά τον θάνατό μου – τον δρομολογημένο χρόνια, αλλά ακόμα αναπάντεχο κι απρόσμενο θάνατό μου. Εγώ, η γυναίκα, η σύζυγος, η μητέρα, η κατάθλιμμένη, η ποιήτρια. Εγώ, η Σύλβια, γεννημένη στη Βοστόνη