χωρίο 6 / Πού βρίσκεσαι, τι κάνεις;
Που βρίσκεσαι; Τι κάνεις; Άραγε χαμογελάς; Ξέρεις, αγάπη μου, ακόμα σε θυμάμαι. Τα βράδια ονειρεύομαι πως αρμενίζω στο πέλαγος μέσα σ' ένα παλιό ξύλινο καράβι. Στέκεσαι στην πλώρη. Φοράς ένα λευκό πουκάμισο και χαμογελάς. Τα μάτια σου παίρνουν το χρώμα του δειλινού. Λες πως αγαπάς τη θάλασσα. Λες πως είμαι η θάλασσα. Ο ήλιος δύει κι ανατέλλει, τα χείλη σου έχουν γεύση από αλάτι, τα χέρια σου είναι θερμά σαν θερινό απομεσήμερο. Κι ο χρόνος δεν υπάρχει, μονάχα εσύ κι εγώ κι η θάλασσα κι ένας φάρος που φέγγει σα πυξίδα στον ορίζοντα. Εγώ κι εσύ ένα αέναο ταξίδι. Μα κάθε που νιώθω την ανάγκη να πιάσουμε λιμάνι ορθώνονται κύματα φριχτά. Βυθιζόμαστε βίαια. Το ρεύμα μας απομακρύνει. Ο αφρός σε σκεπάζει μέχρι που χάνεσαι. Μια δίνη ακατανίκητη με τραβάει, με τραβάει μέχρι που το σκοτάδι του νερού είναι βαθύ και που δεν ξέρω πια αν η επιφάνεια είναι προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τότε ξυπνάω τρομαγμένη. Το μέτωπό μου είναι υγρό κι ανασαίνω γρήρορα, βαθιά για ν' αποδιώξω το φόβο του πνιγμού. Ή μάλλον της αβεβαιότητας. Που βρίσκεσαι; Τι κάνεις;
Άραγε με σκέφτεσαι; Γιατί εγώ, αγάπη μου, ακόμα σε θυμάμαι. Και προσπαθώ να σε φανταστώ σ' όλες τις μικρές στιγμές σου. Θεέ μου! Πόσο ζηλεύω. Το μαξιλάρι που φιλάει το μάγουλό σου. Το φλυτζάνι του ζεστού καφέ που ξυπνάει τα χείλη σου. Το πράσινο πουλόβερ που αγκαλιάζει το σώμα σου. Το τιμόνι που χαιδεύει τα δάχτυλα σου. Μα ίσως δεν έχει σημασία τι κάνεις. Ούτε τι κάνω εγώ. Αυτές είναι ερωτήσεις για εκείνους που πιάνουν λιμάνι. Για τους αιθεροβάμονες και για τους ταξιδιώτες - όπως και για εμάς άλλωστε - κλήρος είναι η ποίηση. Κι η ποίηση, αγάπη μου, γεννιέται απ'την απώλεια και την ελεγεία.
Ι.Λ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου