Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2018

χωρίο 8 / Σε ξένη χώρα

Εικόνα
Άνοιξα τα μάτια και δεν ήταν πια δικά μου. Είχαν το δικό σου καστανό,  βαθύ, γήινο,  μ' απαλές νιφάδες χιόνι στις άκρες της ίριδας  και ψιλές ανταύγειες πράσινης άνοιξης.  Και τότε είδα βουνά  που μοιάζουν με γίγαντες κοιμώμενους. Δαιδαλώδη μονοπάτια στα τρανσιλβανικά δάση.  Είδα πλακόστρωτους δρόμους βαρείς από ιστορία.  Το παλιό τραμ να διασχίζει συνοικοίες φτωχιές, αγωνιζόμενες,  μα κι εκκλησίες με τέμπλα ολόχρυσα  και κτίρια αριστοκρατικά μ' ανάγλυφο διάκοσμο που σ' άφηνε δίχως ανάσα.  Πολύχρωμες πλατείες τόσο παραμυθένιες  που ένιωθες σαν να μην υπάρχεις.  Πώς ίσως δεν υπήρξες ποτέ.  Ένα παλιό κάστρο - οχυρό στα χείλη ενός επιβλητικού γκρεμού. Κι από κάτω η πολιτεία να ξυπνάει κουρασμένη απ' τους αιώνες. Είδα Ρωμαίους αυτοκράτορες να παρελαύνουν κι εθνικούς ποιητές να άδουν στις πλατείες. Ένιωσα πόνο για έναν τόπο ξένο,  όπως η τρίχρωμη σημαία ανέμιζε  νικηφόρα, μα λίγο ματωμένη  και πίστεψα σ' ένα φέρελπι μέλλον  που διόλου ήτανε δ

χωρίο 7 / Ώδε κείμαι επ' αόριστον

Εικόνα
Το σημείο μηδέν  βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μαξιλάρι. Το σημείο βρασμού  βρίσκεται ακριβώς πάνω. Ακριβώς εκεί που σμίγει  η δεξιά πλευρά του προσώπου μου  και η αριστερή πλευρά του δικού σου.  Ή εκεί που σμίγει  η δεξιά πλευρά του προσώπου σου  και η αριστερή πλευρά του δικού μου. Η μύτη ανταμώνει το σεντόνι.  Οσμές  αναδύονται προβάλλοντας ενταφιασμένες αναμνήσεις. Τα βλέφαρα έπεσαν σμιλεύοντας είδωλα  όσων  οσφράνθηκα. Ώδε εφάπτονται αυτός και αυτή ώδε κείνται αυτός και αυτή  επ' αόριστον. Τα χρωματιστά κλινοσκέπασματα βρέθηκαν μες στον κάδο σιμά σε κάθε ψήγμα ημών των οδυρόμενων. Το μαξιλάρι απαράλλαχτο και ανέγγιχτο αναπαύεται στο άδειο στρώμα. Το πρόσωπο μου  βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μαξιλάρι. Εμελίνα Μαραγκούλια

χωρίο 6 / Πού βρίσκεσαι, τι κάνεις;

Εικόνα
Που βρίσκεσαι; Τι κάνεις; Άραγε χαμογελάς; Ξέρεις, αγάπη μου, ακόμα σε θυμάμαι. Τα βράδια ονειρεύομαι πως αρμενίζω στο πέλαγος μέσα σ' ένα παλιό ξύλινο καράβι.  Στέκεσαι στην πλώρη. Φοράς ένα λευκό πουκάμισο και χαμογελάς. Τα μάτια σου παίρνουν το χρώμα του δειλινού. Λες πως αγαπάς τη θάλασσα. Λες πως είμαι η θάλασσα. Ο ήλιος δύει κι ανατέλλει, τα χείλη σου έχουν γεύση από αλάτι, τα χέρια σου είναι θερμά σαν θερινό απομεσήμερο. Κι ο χρόνος δεν υπάρχει, μονάχα εσύ κι εγώ κι η θάλασσα κι ένας φάρος που φέγγει σα πυξίδα στον ορίζοντα. Εγώ κι εσύ ένα αέναο ταξίδι. Μα κάθε που νιώθω την ανάγκη να πιάσουμε λιμάνι ορθώνονται κύματα φριχτά. Βυθιζόμαστε βίαια. Το ρεύμα μας απομακρύνει. Ο αφρός σε σκεπάζει μέχρι που χάνεσαι. Μια δίνη ακατανίκητη με τραβάει, με τραβάει μέχρι που το σκοτάδι του νερού είναι βαθύ και που δεν ξέρω πια αν η επιφάνεια είναι προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τότε ξυπνάω τρομαγμένη. Το μέτωπό μου είναι υγρό κι ανασαίνω γρήρορα, βαθιά για ν' αποδιώξω το φόβο του πν