Ανεμοδούρες. Φουσκώνουμε κατά πού φυσάει ο άνεμος. Δεν είναι μια μεταφορά για το πόσο ασυνεπείς είμαστε. Εμένα μου αφήνει μια γεύση ευαισθησίας, σχεδόν πληγή, αδυναμίας. Εισπνέουμε: αέρα, καυσάεριο, τη μυρωδιά του άλλου, την ιδρωτίλα, το λαδερό, τη χυμένη βενζίνη, το χαρτί, το καμένο χαρτί, το τσιγάρο, τη γόπα, τη θάλασσα, τη βροχή πριν, ενώ και μετά, νυν και αεί. Οι αναμνήσεις -ειδικά γι' αυτά που δε ζήσαμε- χτυπάνε σαν κεραυνοί από μέσα προς τα έξω. Λαμπυρίζουμε για μια στιγμή κι έπειτα σκοτεινιάζουμε και πάλι, σαν νύχτες με καταιγίδα. Τρικυμισμένη θάλασσα, πόροι δέρματος που διεγείρονται. Όταν κάτι θες να το φυλακίσεις, το ρίχνεις σε ένα σχεδόν τεράστιο κενό: ούτε περιορισμοί, ούτε επαναλήψεις. Σ' ένα κενό. Κι η απόσταση που θε να διανύσει για να το διασχίσει σχεδόν απροσπέλαστη. Το χτυπά ο άνεμος. Θυμάται. Ανατριχιάζει. Διασχίζει. Φυλακίζει. Το αυτό: το έπειτα ξανά φυλακισμένο ανεμοδέρνεται, αναθυμάται, ανατριχιάζει, φυλακίζει. Το αυτό: κενό, άνεμος, θάλασσα, μνήμη, λήθ