Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2018

χωρίο 5 / Μέτρημα

Εικόνα
  ©van Gogh Κάθομαι και μετρώ τα φιλιά που δεν πρόλαβα να σου δώσω. Τις φορές που τα δάχτυλά μας δεν πλέχθηκαν σε εαρινό στεφάνι ή που δεν χάιδεψα τα μαλλιά σου. Πόσο λίγο χάρηκα το γέλιο σου, τον τρόπο που βαδίζεις με τα χέρια στις τσέπες, τις νότες της φωνής σου. Μετρώ τις λέξεις που δειλά γεννιούνταν στα χείλη, σα ψίθυρος, κι ύστερα κρύβονταν πάλι μέσα ανείπωτες. Πώς όχι; Οι λέξεις σαν γίνουν φωνή αποκτούν αυθυπαρξία, σε εξουσιάζουν. Μετρώ κι αργοανασαίνω - η ζέστη εδώ είναι νοτερή με πνίγει. Μα πάλι σκέφτομαι πώς οι μικρές στιγμές μας είχαν πάντα κάτι από αιωνιότητα. Σαν να χωρούσαμε ολόκληρες ζωές μέσα σε λίγες μέρες. Τι υπέροχα παράξενο! Μερικά άπειρα είναι πιο μεγάλα. Σταματώ να μετρώ κι ονειρεύομαι. ©Ι.Λ.

χωρίο 4 / αντί καλημέρας

Εικόνα
Αδύνατο να κοιμηθώ. Τα σεντόνια ειναι σχοινιά. Το κρεβάτι καίει. Απ' έξω χιόνι κι ο χρόνος τεντωμένος. Πάλλεται σα κλωστή καθώς μετράω τα λεπτά, ένα προς ένα. 249 ακόμη. Θα το αντέξω. Μα είναι αδύνατο να κοιμηθώ κι ο χρόνος δεν κυλάει. Σταμάτησε εδώ - συμπαγής - μέσα στο ξένο δωμάτιο. Θα το αντέξω. Κι ας φοβάμαι. Είναι που με εξημέρωσες βλέπεις. Και τώρα οι δείκτες κυλούν στο ρυθμό της προσμονής. Της προσμονής μου να σε δω ή μάλλον της αδημονία ς. Γιατί ξέρω, όπως ξέρεις, ότι το μόνο που έχουμε είναι ένα χειμερινό αστέρι, με σύντομη τροχιά που σκίζει τον ουρανο. Κι ύστερα οι δρόμοι μας χωρίζουνε, τα σύμπαντα χωρίζουνε, ένα μονάχα πύρινο αστέρι μας ενώνει σα φέγγει και στους δυό μας ουρανούς. Αδύνατο να κοιμηθώ. Θέλω να ξημερώσει γρήγορα, γρήγορα. Να φτάσει 10 - επιτέλους. Εγώ στις 10 συνήθως κοιμάμαι. Σιχαίνομαι τα πρωινά. Μα τώρα ήδη απ' τις 8 θα ξεκινήσω να μετράω, να ανυπομονώ. Στις 9 και μισή η καρδιά μου θα αρχίσει να χτυπάει μαινόμενη, μέχρι που δεν θα

χωρίο 3 / η κατά Νεφέλη Sylvia Plath

Εικόνα
“ We only begin to live when we conceive life as tragedy. ” Φίτζροι 23, Λονδίνο. Στο διαμέρισμα που κάποτε έζησε και ο ίδιος ο W.B. Yeats με τη φράση του σφηνωμένη στο μυαλό μου από πάντα. Κάποτε θα πουν ότι τούτος ο Φλεβάρης - ο Φλεβάρης του 1963 - υπήρξε ο ψυχρότερος των τελευταίων 150 χρόνων. 10 Φλεβάρη και κάποτε «σαν αύριο», θα πούνε, αυτοκτόνησε η Plath.» Θα ειπωθούν πολλά · χιλιάδες λέξεις δίπλα-δίπλα θα συνταιριαστούν και θα συνεργαστούν στην επίμονη προσπάθεια τους να αποδώσουν στην πράξη μου μια αληθοφανή εξήγηση. Θα κατηγορηθώ, θα χλευαστώ, θα ηρωοποιηθώ · θα γίνω πολλά και συνάμα τίποτα. Θα τα έχω γράψει όλα και θα προσποιούνται ότι δεν βλέπουν μήτε μια λέξη μου. Καταρχάς ο Ted κι έπειτα όλοι οι άλλοι, οι αθώα ένοχοι με τις βδελυρές ματιές που θα ρίξουν στη ζωή μου μετά τον θάνατό μου – τον δρομολογημένο χρόνια, αλλά ακόμα αναπάντεχο κι απρόσμενο θάνατό μου. Εγώ, η γυναίκα, η σύζυγος, η μητέρα, η κατάθλιμμένη, η ποιήτρια. Εγώ, η Σύλβια, γεννημένη στη Βοστόνη

χωρίο 2 / Το κάστρο

Εικόνα
Κάθε βράδυ σου τραγουδώ έξω απ' τα τείχη κι εσύ έχεις πεθάνει αιώνες τώρα ή αγέννητος παραμένεις. Τα λόγια μου δεν τα καταλαβαίνεις. Αφού δεν τ' ακούς, δεν ακούγονται. Μια σημαία χάσκει αντί εσού στο όνομα της λευτεριάς που δε ζήσαμε μαζί. Ο ουρανός γλιστρά σαν νύχτα κάθε βράδυ μέσα στις πολεμίστρες, πετάει ένα λευκό μαντήλι σαν σύννεφο και ανεμίζει λίγο, σημάδι έναρξης μιας μονομαχίας που ποτέ δε θα γίνει. Δεν υπάρχει αντίπαλος και δεν υπάρχεις εσύ. Μα σε τραγουδώ μέσα στους αντιερωτικούς παιάνες και ύμνους εθνικούς. Έξω απ' τα τείχη κοιμάται η πόλη κι εγώ. Μέσα στα τείχη κανείς. Μέσα στα τραγούδια εμείς. Οι κόσμοι που ποτέ δε θα σμίξουν. Ποτέ δε θα προδοθούν. Ποτέ δε θα παραδοθούν. Ποτέ δε θα είναι ελεύθεροι. ©Σταμάτης Παρασκευάς

χωρίο 1 / Am sa te respir

Εικόνα
Λέω τ' όνομά σου  και στα χείλη μου ανθίζουν τριαντάφυλλα.  Προφέρω τα μακρινά σύμφωνα,  τους βαρείς φθόγγους με τη θέρμη του Νότου και την πνοή της θάλασσας. Φαντάζομαι εκείνα τα βουνά,  τους δαιδαλώδεις δρόμους μέσα στα δάση, τις πολύχρωμες μεσαιωνικές πόλεις,  τα πλατιά ποτάμια -αυτά που σ' έχουν πλάσει- κι ύστερα προφέρω ξανά τις δικές σου λέξεις για να 'ρθω πιο κοντά σου.  "Am sa te respir", μου έγραψες. Κι εγώ ταξίδεψα σε δύο γλώσσες για να σε καταλάβω.  Μα όταν μου έψαλλες σιγανά  τότε στο χιονισμένο δωμάτιο ένιωσα τις λέξεις ν' αγκαλιάζονται,  να λυγίζουν τρυφερά στα χείλη σου,  να λικνίζονται σε μιαν άγνωση, μα τόσο οικεία μελωδία.  Κι ούτε που είχε σημασία αν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα,  αν γεννηθήκαμε απ' τον ίδιο ουρανό.  Η φωνή σου απαλή σα μεσημέρι. Τα μάτια σου βαθιά,  χαμένα στον ρομαντισμό μιας άλλης εποχής. Ω! Πώς απομείναμε στον κόσμο μονάχα εγώ κι εσύ!  Δυό ποιητές χαμένοι στην μετά