χωρίο 17 / Πάρις κι Ελένη

©Rothko


Το καλοκαίρι δουλέψαμε μαζί σ΄ ένα μαγαζί πάνω στη θάλασσα. Εσύ ερχόσουν στις επτά. Με το πουκάμισο σφιχτά κουμπωμένο ως επάνω και βήμα βιαστικό. Εγώ από τις τέσσερις άρχιζα να ανυπομονώ. Περίμενα να δω τα μάτια σου που στο φως γεμίζουν πορτοκαλί ανταύγειες. Να σε κοιτάξω κρυφά την ώρα που ήσουν απασχολημένος. Να νιώσω το βλέμμα σου να με ακολουθεί πύρινα στον χώρο. Ή τα επιτηδευμένα τυχαία αγγίγματά μας. 
Περνούσαν τα ηλιοβασιλέματα κι εμείς χορεύαμε μυστικά σ΄ ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Σ΄ένα παιχνίδι δίχως κατάληξη, μα τι σημασία έχουν τα λογικά επιχειρήματα όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν και γεννούσαν ίμερο;
Όλα εκείνα τα βράδια που παρατηρούσα τα χέρια σου καθώς δούλευες, τόσο σταθερά και δυνατά και αποφασισμένα και συγχρόνως απαλά που τα φανταζόμουν πάνω μου στην κοιλιά, στον λαιμό, στο στήθος, μέσα μου μαζί με τα πορτοκαλί σου μάτια που στο σκοτάδι ήταν πράσινα, με το βάρος του σώματός σου, με την ανάσα σου. Πόσο ακινητοποιημένη, πόσο ευάλωτη θα αισθανόμουν κάτω από τα χέρια σου, και πόσο θα ήθελα να με σφίξουν σα δεσμά, σαν αλυσίδες πόθου, την ώρα που η φωνή σου θα ήταν βραχνή κι οι μύες σου τεντωμένοι. 
Μια νύχτα ξεκινήσαμε να γράφουμε ένα μυθιστόρημα. Πιο πολύ ως αστείο στην αρχή που ύστερα έγινε σοβαρή αγωνία. Είπαμε να είναι τραγωδία του έρωτα και βαφτίσαμε τους πρωταγωνιστές Πάρι και Ελένη. Κι έγιναν οι πρωταγωνιστές η αντανάκλασή μας, και πλέκαμε εκστασιασμένοι τη ζωή τους και κατ΄ουσίαν συμπλέκαμε εμάς και κοιταζόμενοι κατάματα έτσι σμίγαμε δίχως καν να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον. Σαν παιδιά που παίζουν με κούκλες˙ σαν ενήλικες που κάνουν τις λέξεις είδωλα και τη λογοτεχνία αλήθεια και κοιταζόμενοι κατάματα ενδίδουν στον πειρασμό διαπράττοντας ένα συγκαλυμμένο από την τέχνη αμάρτημα. Για σένα, δηλαδή. Για μένα περισσότερο ηθικό πταίσμα.
Έμπαινες στο μαγαζί κι έλεγες καλησπέρα. Χαμογελούσε με ανακούφιση το απόγευμα κι οι ατελείωτες ώρες αποκτούσαν νόημα. Στο κλείσιμο καθόμασταν στον μεγάλο καναπέ κάτω απ΄τα αστέρια και συζητούσαμε για την ζωή. «Αυτές οι συζητήσεις», μου έλεγες, «χρειάζονται πανσέληνο κι ένα μπουκάλι». Πέντε πανσέληνοι πέρασαν, αδειάζαν τα μπουκάλια, τ΄ αστέρια ανέβαιναν και κατέβαιναν από τον ουρανό κι εσύ αφηνόσουν στη στιγμή, άνοιγες τα δύο πρώτα κουμπιά του πουκάμισού σου, άφηνες βαθιά ανάσα λύτρωσης και μιλούσες, μιλούσες, μιλούσες με τα μάτια σου τα πράσινα –πορτοκαλί, με τα αποφασιστικά σου χέρια, το άρωμά σου έντυνε τη νύχτα, τα χέρια σου πάνω στο ποτήρι χόρευαν, γινόταν σκεύος ηδονής στα χέρια σου το ποτήρι, υγρή ηδονή καθώς το έφερες στα χείλη, όπως έρεε το υγρό στο λαιμό σου, στο λαιμό μου, σαν συνουσία. Λοιπόν μαζί σου έκανα πρώτη φορά έρωτα δίχως αφή και επαφή.
  …
Σήμερα σου είπα ότι φεύγω. Σε είδα που λυπήθηκες, μα εγώ νομίζω όχι. Τι κι αν μπήκε βάναυσα ο χειμώνας με καταιγίδες και τυφώνες. Μια μέρα, ίσως σ΄ένα αύριο, ένα άλλο καλοκαίρι, θα συνεχίσουμε ό,τι αφήσαμε στη μέση. Ίσως και όχι. Κάποια έργα είναι ειμαρμένα να μένουν ατελείωτα. Μη λυπάσαι. Μερικές φορές οι καλύτεροι επίλογοι είναι όσοι δεν γράφτηκαν ποτέ. Τώρα πια το ξέρω. 

Ανώνυμη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

χωρίο 34 / Μνημόσυνον έρωτος

χωρίο 19 / Ύμνος στη Λευτεριά

χωρίο 3 / η κατά Νεφέλη Sylvia Plath