χωρίο 3 / η κατά Νεφέλη Sylvia Plath



“ We only begin to live when we conceive life as tragedy. ”

Φίτζροι 23, Λονδίνο.

Στο διαμέρισμα που κάποτε έζησε και ο ίδιος ο W.B. Yeats με τη φράση του σφηνωμένη στο μυαλό μου από πάντα.

Κάποτε θα πουν ότι τούτος ο Φλεβάρης - ο Φλεβάρης του 1963 - υπήρξε ο ψυχρότερος των τελευταίων 150 χρόνων.

10 Φλεβάρη και κάποτε «σαν αύριο», θα πούνε, αυτοκτόνησε η Plath.»



Θα ειπωθούν πολλά · χιλιάδες λέξεις δίπλα-δίπλα θα συνταιριαστούν και θα συνεργαστούν στην επίμονη προσπάθεια τους να αποδώσουν στην πράξη μου μια αληθοφανή εξήγηση. Θα κατηγορηθώ, θα χλευαστώ, θα ηρωοποιηθώ · θα γίνω πολλά και συνάμα τίποτα. Θα τα έχω γράψει όλα και θα προσποιούνται ότι δεν βλέπουν μήτε μια λέξη μου.

Καταρχάς ο Ted κι έπειτα όλοι οι άλλοι, οι αθώα ένοχοι με τις βδελυρές ματιές που θα ρίξουν στη ζωή μου μετά τον θάνατό μου – τον δρομολογημένο χρόνια, αλλά ακόμα αναπάντεχο κι απρόσμενο θάνατό μου.

Εγώ, η γυναίκα, η σύζυγος, η μητέρα, η κατάθλιμμένη, η ποιήτρια. Εγώ, η Σύλβια, γεννημένη στη Βοστόνη στις 27 Οκτωβρίου τριάντα χρόνια πριν, αργότερα θα γίνω πολλά – τώρα είμαι σύγκορμη παραδομένη στην απελπισία.


Η νύχτα υγρή και πνιγηρή έχει πια επιβληθεί στην πολιτεία.

Καμιά φορά, θαρρείς, τούτο το ατελείωτο σκοτάδι μεταμορφώνεται σε ένα λευκό, πάλλευκο, σεντόνι που μας τυλίγει.

Μυσταγωγικά περιμένω το ξημέρωμα, εναποθέτοντας όλες μου τις ελπίδες στη λύτρωση από το αληθινό φως. Αναμένω, λοιπόν, τον ήλιο, μα με την όραση πληγωμένη από την μυστική λάμψη του ερέβους και με το μυαλό παραδομένο στην παντοδυναμία του, ξεγελιέμαι ξανά και ξανά και προσπερνώ το ξημέρωμα, προσπερνώ το φως και το πάλλευκο σεντόνι γίνεται το ρούχο που ενδύομαι και σιγά-σιγά το δέρμα μου, η σάρκα μου και τα οστά. Κάποτε, γίνομαι η φράση που είπε ο Flaubert τελειώνοντας το βιβλίο του, « Η Madame Bovary είμαι εγώ.» - αλλάζω μονάχα το κατηγορούμενο: « Το έρεβος είμαι εγώ.»


«Έρχομαι σε εσένα από το μαύρο όχημα της λήθης
Αγνή σαν μωρό» (Πλησιάζοντας)

Ίσως η αρχή έγινε την μέρα κατά την οποία κλήθηκα να αποχωριστώ για πρώτη φορά. Έκτοτε πολλές φορές θα βρεθώ δέσμια της απώλειας, μιας άλλοτε συγκεχυμένης κι άλλοτε συγκεκριμένης απώλειας.


Και το «τότε» γίνεται «τώρα» …

Αυτή τη φορά πρόκειται για την απώλεια του πιο προστατευτικού και ζεστού, του πιο παραδεισένιου περιβάλλοντος. Τι σύμπτωση! Ένα άπλετο σκοτάδι περιβάλλει τον μητρικό πλακούντα.

Η βοή και το χάος, ταυτόχρονα με τη γέννησή μου έγιναν συνώνυμα του φωτός. Τι παράδοξη ερμηνεία! Ευτυχώς ακόμα δεν υπόκειμαι σε λογοκρισία κι η ακαλούπωτη σκέψη μου μπορεί να ταξιδεύει και να συνθέτει όποια σύνολα λέξεων επιθυμεί, ήτοι μπορεί να θεωρεί την εμβρυακή ζωή παράδεισο.

Αργότερα, το 1961, όταν η εγκυμοσύνη μου θα καταλήξει σε αποβολή, οι σκέψεις αυτές θα με κατακλύσουν, θα έρχονται κατευθείαν από το απόρθητο φρούριο του πόνου με την μορφή οδυρμών, θα διαμαρτύρονται για τους χαμένους παραδείσους.

Αλλά ακόμα είναι νωρίς, το ημερολόγιο δείχνει 27 Οκτωβρίου 1932.


Η Βοστόνη είναι ένα ανήσυχο μελισσολόι που πάλλεται γεμάτο ζωή.

Έχω γεννηθεί μόλις, αλλά δεν είμαι αυθύπαρκτη. Την Aurelia Schober την έχω ανάγκη για να ικανοποιήσει όλα τα καταιγιστικά και ζωτικά μου αιτήματα για τροφή, αγκαλιά και χάδι. Η Aurelia διδάσκει αγγλικά και γερμανικά, κατάγεται από την Αυστρία και έχει φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης με καθηγητή τον Γερμανό Otto Emil Plath.

O Otto, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες στα 15 του. Λέγεται ότι περιέχεται το όνομά του στους φακέλους του FBI, χαρακτηρίζεται δε, ως «νοσηρός χαρακτήρας». Δεν ξέρω, δεν ξέρω άμα τους πιστεύω, όμως πιο μετά θα σμιλεύσω τις λέξεις για αυτόν, για εσένα «Daddy» και θα πω:

«Δεν είσαι Θεός παρά σβάστικα μαύρη
που κρύβει ολόκληρο τον ουρανό.
Όπως όλες οι γυναίκες έναν φασίστα αγαπώ,
την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη
κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν κι εσένα».

Ο Otto, ωστόσο, ήταν και λαμπρός επιστήμονας: καθηγητής βιολόγος, εντομολόγος με ειδίκευση στις μέλισσες.

Το 1936 αφήνουμε πίσω το μελισσολόι της Βοστόνης και μετακομίζουμε βορειότερα, στο παραθαλάσσιο Winthrop θεωρώντας ότι θα είναι καλύτερο για την υγεία του Otto.

Αρχίζει να γίνεται έκδηλο ότι η εγκατάλειψη, η απώλεια κι ο θάνατος βρίσκονται προ των πυλών · σύντομα θα χρειαστεί να έρθουμε αντιμέτωποι …


«Έπρεπε να σε σκοτώσω μπαμπά,
Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει.
Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό
Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο.» (Daddy) 

O Otto αρνείται πεισματικά να επισκεφθεί γιατρό με την ακράδαντη πεποίθηση ότι πάσχει από καρκίνο.


Αυτοκαταστροφικά και αλαζονικά παραδίδεται στον σακχαρώδη διαβήτη του άνευ όρων. Παθαίνει γάγγραινα και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι. Σε λιγότερο από ένα μήνα πεθαίνει. Δέκα μέρες μετά τα όγδοα γενέθλιά μου – 5 Νοεμβρίου του 1940.


«Ήμουν 10 χρονών όταν σε έβαλαν σε τάφο
Και στα 20 προσπάθησα να σκοτωθώ
Για να σε ξαναβρώ.
Μπορούσα ακόμα και στα κόκκαλά σου να αρκεστώ,
Αλλά με έσυραν έξω από το λάκκο
Και με κόλλα με ένωσαν ξανά.» (Daddy)

Εντούτοις, τον τάφο του δεν τον επισκέφθηκα παρά το 1959, σε ηλικία 26 ετών. Είχε προηγηθεί ένας χρόνος ψυχανάλυσης με τον γιατρό Ruth Beuscher, αλλά δυσκολεύομαι να ανασύρω από τη μνήμη μου αν τότε ήξερα αυτό που διισχυρίστηκε ο Sigmund Freud: « Η μελαγχολία είναι απόρροια αποτυχίας ή αδυναμίας να πενθήσει κανείς επαρκώς την απώλεια, για αυτό στην ψυχανάλυση ερευνάται ενδελεχώς το υποκείμενο με κατάθλιψη και μελαγχολία προκειμένου να διαπιστωθεί αν μεταφέρει τον ατελή θρήνο ενός αντικειμένου με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, ο οποίος δεν χάνεται με την πάροδο του χρόνου, αλλά μεταφέρεται ανέπαφος μολύνοντας το περιβάλλον του υποκειμένου.» Δεν θυμάμαι, αλλά με βρίσκω μέσα στα λόγια του, προσανατολίζομαι από τότε, από τα 8 μου στον θάνατο, έλκομαι από αυτόν, παίζω μαζί του, τον προκαλώ για να τον αψηφήσω και να βγει νικητής.


“Daddy, daddy, you bastard, I’m through”

Δύο χρόνια μετά τον θάνατό Του, ο εφτάχρονος αδερφός μου Warren, εγώ και η μητέρα μετακομίζουμε στο Wellesley. Ούσα μαθήτρια του δημοτικού αρχίζω να σμιλεύω τις πρώτες λέξεις στο χαρτί. «Τις βάζω πολλά πράγματα να σημαίνουν, να κάνουν πολλή δουλειά και τις πληρώνω πάντα ακριβά.» (Lewis Carrol)

To 1947 με βρίσκει στο γυμνάσιο Gamaliel Bradford, ανάμεσα στους είκοσι καλύτερους μαθητές, οι οποίοι γίνονται δεκτοί στο μάθημα της Αμερικανικής Λογοτεχνίας. Στα 17 μου (1949) αρθρογραφώ στο The Townsman και συγκαταλέγομαι στους συντάκτες του The Bradford.

Την επόμενη χρονιά γράφω διηγήματα για τα περιοδικά Seventeen και Christian Science Monitor. Αποσπάω υποτροφία για το Smith College και κερδίζω τον διαγωνισμό του περιοδικού Mademoiselle με το διήγημα «Κυριακή στους Μίντον» (“Sunday at the Mintons”). To 1953 περνώ το καλοκαίρι μου στην Νέα Υόρκη απεσταλμένη του Mademoiselle .

Πρόκειται σαφώς για μια περίοδο κατά την οποία η κοινωνική μου ζωή βρίσκεται στο ζενίθ · ρουφάω έως το μεδούλι τις εμπειρίες που συναντώ. Εξίσου έντονη είναι και η δημιουργικότητά μου, παράγω ακατάπαυστα λογοτεχνήματα, δημοσιεύω διαρκώς νέα κείμενα. Ο άναρχος κι ανεξέλεγκτος ψυχισμός μου εκφράζεται, μα δεν παύει ήσυχα και ύπουλα να φλέγεται.

Οι φλόγες είναι υπόγειες – μοιάζουν με περιπάτους λάβας μέσα στις κατακόμβες του μυαλού μου.

Αντιστέκομαι άραγε σθεναρά στην κατάθλιψη ; Και ποιος μπορεί να τα βάλει μαζί της έτσι που διαρκώς αλλάζει το προσωπείο που φοράει ; Είναι αφοπλιστική, πολυμήχανη, εκδικητική και διεκδικητική. Συχνά γελάει για να με ξεγελάσει, μα το μειλίχιο χαμόγελο της, στην πραγματικότητα, είναι σαρδόνιο · Η θλίψη είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα.

Στις 24 Αυγούστου του 1953 αποφασίζω να της αμυνθώ – ή ίσως να επιτεθώ. Κάνω την πρώτη μου απόπειρα αυτοκτονίας στο κελάρι του πατρικού μου σπιτιού με υπνωτικά. Τρεις μέρες μετά με βρίσκουν σε ημικωματώδη κατάσταση, με μεταφέρουν σε ψυχιατρική κλινική, όπου και νοσηλεύομαι για έξι μήνες με εκλεκτική θεραπεία την ηλεκτροσπασμοθεραπεία.


«Οι νοσοκόμες μου δίνουν πίσω τα ρούχα μου, και μια ταυτότητα
Είναι κάτι συνηθισμένο, λένε, αυτό που συνέβη.
Είναι συνηθισμένο στη ζωή μου και στην ζωή των άλλων.» (Τρεις γυναίκες)

«Είμαι ζωντανή από ατύχημα» (Δώρο γενεθλίων) και αποφασίζω να αποτυπώσω τα του παρόντος στο ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο «Ο Γυάλινος Κώδων».



Το 1954 έχω επιστρέψει στο Smith College, μένω πλέον στο Cambridge της Μασαχουσέτης και παρακολουθώ θερινά μαθήματα στο Harvard University με υποτροφία. Η διπλωματική μου εργασία τιτλοφορείται « Ο μαγικός καθρέφτης: Ο Σωσίας του Ντοστογιέφσκι», την παραδίδω το 1955 και με αυτή αποσπώ την υποτροφία του Fulbright για το Πανεπιστήμιο του Cambridge στην Βρετανία.


«Και το μυστήριο της αγάπης είναι πιο μεγάλο
Από το μυστήριο του θανάτου. »
Oscar Wilde

Τον Φεβρουάριο του 1956 γνωρίζω τον Ted Hughes σε πάρτι του Cambridge. Ο Ted είναι Βρετανός ποιητής. Γράφει όμορφα και συντηρητικά- δεν αμφισβητεί, δεν ανατρέπει. Εκπέμπει μια ακλόνητη σιγουριά για τον εαυτό του και μοιάζει αλάθητος – μοιάζει ιδανικός. Στις 29 Απριλίου σε επιστολή μου προς την μητέρα μου αναφέρω:

«Το πιο συγκλονιστικό πράγμα που μου συνέβη είναι ότι έχω ερωτευτεί τρελά τους τελευταίους δύο μήνες, κάτι που καταλήγει μόνο σε μεγάλο πόνο. Είναι ένας σωματώδης υγιής Αδάμ, με μια φωνή σαν τον κεραυνό του Θεού – τραγουδιστής, παραμυθάς, λιοντάρι, ένας οδοιπόρος που ποτέ δεν θα πάψει να περιπλανιέται.. Το χιούμορ του είναι το αλάτι της γης. Ποτέ δεν γέλασα τόσο πολύ στην ζωή μου.»

Στις 16 Ιουνίου παντρευόμαστε · ζούμε σπάνιες στιγμές έρωτα και ζάλης ταξιδεύοντας στην Αμερική και την Ισπανία. «Η αξία του εφήμερου είναι η σπανιότητά του στον χρόνο» γράφει στο έργο του Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία ο Sigmund Freud και θαρρείς πάλι περιγράφει τη ζωή μου.


Το 1957 διορίζομαι καθηγήτρια στο Smith College. Ένα χρόνο μετά αποφασίζω πως η επίπονη εργασία κι η λογοτεχνική δημιουργία δεν συνάδουν, οπότε και σταματώ από το Κολλέγιο. Εργάζομαι πλέον στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης ως γραμματέας μερικής απασχόλησης. Γράφω την νουβέλα «Ο Κυρ Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων». Ξεκινάω ψυχανάλυση με τον δόκτορα Beuscher και με τον Ted μετακομίζουμε στο Λονδίνο · εκείνος θα γράψει:


«Το πρώτο μας σπίτι μας έχει ξεχάσει
Είδα καθώς το προσπέρασα οδηγώντας.
Πόσο ασήμαντες ήταν οι ζωές μας
Που ούτε ένα ίχνος δεν είχαν αφήσει.» (Οδός Έλτισλι αριθμός 55)


Εντός μου η δημιουργία, εντός μου η ζωή.

Η Frieda Rebecca πλάθεται από το υλικό του έρωτά μας με τον Ted. Είμαι η Αυστριακή Aurelia, επιθυμώ ο Ted να μην είναι ο Γερμανός Otto και το παιδί μου: 


«Δεν το θέλω εξαιρετικό.
Η εξαιρετικότητα είναι αυτό που ενδιαφέρει το Διάβολο.
Η εξαιρετικότητα σκαρφαλώνει στους λόφους της θλίψης
Ή στέκεται στην έρημο και πληγώνει την καρδιά της μάνας.
Το θέλω κοινό.
Να μ’ αγαπάει όπως το αγαπώ
Και να παντρευτεί αυτό που θέλει και εκεί που θέλει.» (Τρεις Γυναίκες)
Τον Απρίλιο (1960) γεννάω την Frieda. Γράφω για αυτήν στις Τρεις Γυναίκες:


«Η κόρη μου δεν έχει δόντια
Το στόμα της είναι πολύ πλατύ
Προφέρει τόσο σκοτεινούς ήχους που δεν μπορεί να σημαίνουν κάτι καλό.»


Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια εκδίδεται η πρώτη μου ποιητική συλλογή, « Ο Κολοσσός», αποσπάζοντας επαινετικές κριτικές. Μετακομίζουμε οι τρείς μας σε μια αγροικία με αχυρένια σκεπή στο Devon – δεν γινόμαστε ακόμα τέσσερις, αφού η μήτρα μου, η μήτρα της ζωής, πνίγει μέσα της λυσσαλέα το δεύτερο κατά σειρά έμβρυο που σχηματίζει.
Τον Γενάρη του 1962 ο Nicholas Farrar έρχεται στη ζωή αποκαθιστώντας πρόσκαιρα την τάξη των μέσα μου πραγμάτων. Του απευθύνομαι:


«Εσύ είσαι ο μοναδικός
Ακλόνητος επάνω σου ακουμπά το σύμπαν φθονερό.
Εσύ είσαι το μωρό στη φάτνη.» (O Νικ και το Κηροπήγιο)


«Διαλογίζομαι πάνω στο μικρό μου γιο.
Δεν περπατάει.
Δεν προφέρει ούτε μια λέξη.
Είναι ακόμα φασκιωμένος με λευκές γάζες
Μα είναι ρόδινος και τέλειος.
Χαμογελάει τόσο συχνά.
Έντυσα το δωμάτιο του με μεγάλα τριαντάφυλλα.
Ζωγράφισα μικρές καρδιές στο κάθε τι.» (Τρεις Γυναίκες)


Ο Nicholas δεν είναι «εξαιρετικός», δεν είναι όμως και «συνηθισμένος» · στα 47 του, το έτος 2009, θα αυτοκτονήσει.


«Ο έρωτας κι ο θάνατος
Το ίδιο σπαθί βαστούνε. »
Χαΐνηδες 


Την γερμανορωσίδα ποιήτρια Assia Wevill την γνωρίζω ήδη· με τον τρίτο σύζυγό της, David, ενδιαφέρθηκαν να νοικιάσουν το διαμέρισμά μας στο Primrose Hill του Λονδίνου λίγο προτού αναχωρήσουμε για το Devon.

Τον Μάιο (1962) ο Ted και η Assia είναι παράνομοι εραστές. Το μαθαίνω. Ρίχνω το αμάξι έξω από τον δρόμο – μια ακόμα αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.


«Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα
Είμαι μόλις τριάντα.
Και σαν την γάτα μπορώ να χάσω τη ζωή μου επτά φορές.» (Λαίδη Λάζαρος)


Τον Σεπτέμβριο χωρίζουμε.


«Προσπάθησα να είμαι τυφλή από έρωτα, σαν τις άλλες γυναίκες
τυφλή στο κρεβάτι μου,
με τον τυφλό αγαπημένο μου.» ( Τρεις Γυναίκες)


Παράλληλα, αρχίζω να ασχολούμαι εντατικά με την μελισσοκομία.


Έτσι, με τα γόνατα στο χώμα μπροστά στα μελίσσια – τα αγαπημένα μελίσσια του πατέρα μου- ναυαγώ στα αψηλάφιστά μου πένθη και ίδια με τον βόμβο των μελισσών η οιμωγή μου ικετεύει για λύτρωση.


«Δεν έχουμε παρά μόνο μια δυνατότητα να ξεφύγουμε από τον θάνατο.
Να κάνουμε τέχνη πριν από αυτόν.»
Μ. Blanchot 


Πρέπει να κάνω ποίημα τη ζωή και τη ζωή ποίημα αν θέλω πραγματικά να αναβλύσει η βαθύτερη ουλή μου οίστρο και εμπιστοσύνη για τη ζωή ξανά. Πρέπει να ξύσω την κρούστα της απέραντης θλίψης και να ράψω την πληγή μου με το γαζί του -ρημαγμένου- πάθους μου.

Από τα τραύματά μου αιμορραγούν αβίαστα μόνο λέξεις.

Γράφω αρειμανίως. Μένω πλέον στο Λονδίνο σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Φίτζροϊ μαζί με την Frieda και τον Nicholas. Συνεργάζομαι με το Τρίτο Πρόγραμμα του BBC, ο εκδοτικός οίκος William Heinemann Limited εκδίδει τον «Γυάλινο Κώδωνα», γράφω τα 41 ποιήματα που θα συμπεριληφθούν στην ποιητική συλλογή «Άριελ». Η συλλογή αυτή καταλήγει με τα Ποιήματα για τις Μέλισσες (“Bee Poems”) και την ελπίδα ότι οι μέλισσες επιβιώνουν από τον χειμώνα · η άνοιξη τις βρίσκει να πετάνε στην αναγεννημένη φύση.


«Άφησα τα πράγματα να ξεγλιστρήσουν.
Ένα τριαντάχρονο φορτηγό πλοίο.»
(Τουλίπες)


Οι εφιάλτες μου επιστρέφουν και με κατατρύχουν. Μοιάζω χλωμή κι αφυδατωμένη – μια ιέρεια που έχει αδειάσει πια εντελώς από τις ιεροτελεστίες της λατρείας της.

Στις 16 Οκτωβρίου (1962) σε επιστολή προς την Aurelia Plath έγραφα: «Είμαι μεγαλοφυής συγγραφέας. Το έχω μέσα μου. Γράφω τα καλύτερα ποιήματα της ζωής μου». Σήμερα είμαι το ίδιο σίγουρη κι απόλυτη · στη σκέψη μου δεν χωρά αμφιβολία κι αποτυπώνω αυτό ακριβώς στο «Λαίδη Λάζαρος» :


«Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως και κάθε τι άλλο.
Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.
Έτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση.
Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό.
Μπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα.» 


Όσες κριτικές δημοσιεύονται για τον «Γυάλινο Κώδωνα» είναι επί το πλείστον αρνητικές. Ναι, τώρα μπορώ να είμαι σύμφωνη με τον J.P. Sartre: «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Τα μη ευήκοα ώτα τους, η απόρριψη, η εγκατάλειψη, η απουσία, οι προϋποθέσεις, η αδιαφορία.

Το παγωμένο σπίτι το ζεσταίνουν πια μόνο οι πύρινες ανάσες των δαιμόνων μου ή τα φτερά τους που παίρνουν φωτιά σαν μπλέκονται το ένα με το άλλο – αφού ούτε κι αυτοί είναι συμφιλιωμένοι μεταξύ τους.


«Έχω αναλωθεί, έχω απόλυτα αναλωθεί
Τα μάτια μου πιέζονται από αυτό το σκοτάδι.
Δε βλέπω τίποτα.» (Τρεις Γυναίκες) 


Η παροχή ηλεκτρικού και η θέρμανση κόβονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα παιδιά υποφέρουν από απανωτές ιώσεις. Νιώθω ανήμπορη, ανυπεράσπιστη, νικημένη. Τα αντικαταθλιπτικά, τα οποία μου συνταγογραφεί ο γιατρός εδώ στην Αγγλία, στην Αμερική έχουν άλλη εμπορική ονομασία κι έτσι δεν καταλαβαίνω πως όχι μόνο δεν επιδρούν θετικά, αλλά με εξοντώνουν περισσότερο.


Δρομολογείται η άμεση εισαγωγή μου στο Ψυχιατρείο στις 11 Φεβρουαρίου του 1963.


Αύριο.


“Society, have mercy on me
I hope you are not angry if I disagree
Society, crazy and deep
I hope you are not lonely without me. ”
Eddie Vedder


Όμως, σήμερα, λίγο πριν το ξημέρωμα θα γίνω αναλαμπή κι αιθάλη. Αυτή τη φορά το φως θα το ξεγελάσω εγώ. Οριστικά.

Δεν θα ίπταμαι πια πάνω από τη σκέπη του πένθους, θα γίνω το αντικείμενο του πένθους των άλλων. Θα πάψω αμετάκλητα να ταξιδεύω από την κατάρρευση στον ενθουσιασμό, από την νωθρότητα στην ευφορία, από την απελπισία στην έκσταση, δεν θα ταλαντεύομαι, δεν θα αναδιπλώνομαι. Το τέρας που με τρώει, αυτή η άπληστη δύναμη ενός πάθους ίδιου με τον θάνατο, θα χορτάσει. Θα με καταβροχθίσει σύγκορμη. Σήμερα θα γίνω παρανάλωμα του πάθους μου.


mise en scène:

Λίγο προτού οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ξεπροβάλουν και διαπεράσουν το μικρό αυτό διαμέρισμα – λίγο προτού το νηπενθές φως εισβάλλει – γύρω στις 6 το πρωί, ευλαβικά αλείφω μερικές φέτες ψωμί με βούτυρο, γεμίζω δυο κούπες με γάλα και σερβίρω αθόρυβα το πρωινό δίπλα στις ψηλές κούνιες της τρίχρονης Frieda και του δεκαοκτώ μηνών Nicholas. Ξέρω πως δεν μπορούν να φάνε ακόμη μόνοι – έχω κανονίσει να έρθει κάποια, τυχαία κουβερνάντα. Αφήνω, μάλιστα, σημείωμα: «Παρακαλώ τηλεφωνήστε στον δόκτορα Χόρντερ». Αυτό είναι ό,τι μπορώ να κάνω – μια ένδειξη αγάπης.

Σφηνώνω τις πόρτες με βρεγμένες πετσέτες, σφραγίζω με κολλητική ταινία κάθε γωνία. Πρέπει οι διαρροές να περιοριστούν στο μίνιμουμ. Επιδιώκω να ορίσω τη ζωή μετά το θάνατο μου. Να εξασφαλίσω πως δεν θα σκοτώσω και τα παιδιά μου σήμερα – να εξασφαλίσω, προσπαθώ, μια ένδειξη ζωής.


Κλειδώνω την πόρτα.
Ανοίγω την παροχή του γκαζιού στην κουζίνα.
Ανασαίνω.
Κι ύστερα από λίγο
Μετα-πλάθ-ομαι. 


«Τα σύννεφα είναι σαν βαμβάκι.
Στρατιές ολόκληρες.
Είναι το μονοξείδιο του άνθρακα (..)
Γλυκά, γλυκά τα εισπνέω,
Γεμίζοντας τις φλέβες μου με αόρατα,
Με ένα εκατομμύριο πιθανά μόρια σκόνης
Που απαριθμούν τα χρόνια της ζωής μου. » (Δώρο Γενεθλίων)


Το επόμενο πρωί το κουδούνι μάταια χτυπάει – η γκουβερνάντα νομίζει ότι βρίσκεται σε λάθος διεύθυνση - εξάλλου στο κουδούνι δεν αναγράφεται κανένα όνομα. Μόνο στον τάφο θα γραφεί Sylvia Plath Hughes για να μαίνονται επ’ άπειρον οι βανδαλισμοί των κατ’ επίφαση φεμινιστριών που πασχίζουν να (αντ)εκδικηθούν τον Ted Hughes.


Ο βαρήκοος γείτονας έπεσε στο κρεβάτι το περασμένο βράδυ χωρίς το ακουστικό του · συμπτωματικά, το υπνοδωμάτιο βρίσκεται ακριβώς κάτω από την κουζίνα, οι διαρροές ήταν αναπόφευκτος κι ο ύπνος του μοιραία θύμιζε θάνατο.

Στις 11 το πρωί, η μυρωδιά του γκαζιού διαπερνά όλα τα διαμερίσματα.

Οικοδόμοι παραβιάζουν την πόρτα.
Ίσως τηλεφωνούν και στον δόκτορα Χόρντερ.


«Δεν υπάρχει χώρος πιο πλατύς από τον πόνο.
Δεν υπάρχει άλλο σύμπαν από αυτό που αιμορραγεί.»
Πάμπλο Νερούδα


«Θα πρέπει να νιώθεις απαίσια.»

Είπε στην Assia Wevill μια συνάδελφός της. Η Assia ήταν ήδη έγγυος στην Alexandra Tatiana Elise (Shura). Ο Ted, η Assia, η Frieda, o Nicholas κι η νεογέννητη Shura συμβίωσαν για λίγο στο Devon – μια ψευδαίσθηση αρμονικής οικογενειακής ζωής.

Στις 23 Μαρτίου 1969 η Assia έγραψε στο ημερολόγιο της: «Θανάτωσε τον εαυτό σου και τον μικρό σου εαυτό με επιτυχία.» Την επόμενη μέρα ήπιε πολύ ουίσκι, πολλά υπνωτικά, πήρε αγκαλιά τη Shura κι άνοιξε τον διακόπτη του γκαζιού ..

Καμία εφημερίδα δεν μετέδωσε την είδηση. Ο θάνατός της επισκιάστηκε από έναν άλλο θάνατο, τον σχεδόν πανομοιότυπο θάνατο της Sylvia Plath.

O Ted παντρεύτηκε το 1970 με την νοσοκόμα Carol Orchard. Εν τω μεταξύ, έχει αναλάβει την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Άριελ» (1965) η οποία βρέθηκε στο γραφείο της Sylvia μέσα σε ένα μαύρο φάκελο. Όμως, διαστρέβλωσε την σειρά των ποιημάτων, ενώ ορισμένα εξ αυτών τα λογόκρινε κι εν τέλει τα αφαίρεσε από την συλλογή με την δικαιολογία ότι «δεν θα ήταν καλό να τα διαβάσουν τα παιδιά». Αργότερα επιμελείται, επίσης, την έκδοση των «Απάντων» της που κερδίζει το Βραβείο Πούλιντζερ το 1982 – κι αυτή είναι η πρώτη φορά που το εν λόγω βραβείο απονέμεται σε ποιητή μετά θάνατον.

Όσο για την αποκατάσταση του «Άριελ», αυτή δεν επέρχεται παρά το 2004. Έξι χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της Ted, η Frieda εξέδωσε την συλλογή εκ νέου, στην αυθεντική εκδοχή της - μια εκδοχή εκ διαμέτρου αντίθετη με την πρότερη θανατόφιλη εικόνα της καταθλιπτικής ψυχασθενούς. Ο Λόγος περνάει από την παλίρροια της ζωής στην άμπωτη του θανάτου · τα ποιήματα ξαναποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις στο χώρο και το χρόνο· Άριελ ονομάζεται ο σαιξπηρικός ήρωας, Άριελ το άλογο που ίππευε η ίδια στο Devon, Άριελ κι η βιβλική πόλη (Ησαΐας 29: 1-8), ετυμολογικά δε, η λέξη προκύπτει από το εβραϊκό Ari, το λιοντάρι.

Όσο για το λιοντάρι που εβρυχάτο στα στήθια της Sylvia – εκείνο που σαν άνοιγε τα χέρια της να σφιχταγκαλιάσει τη ζωή, επιτίθετο ανηλεώς και λυσσαλέα – ποτέ δεν δαμάστηκε. Μολαταύτα, αποτυπώθηκε η σχέση τους στο χαρτί.

Η Sylvia δεν έτυχε της θεραπευτικής επενέργειας της δημιουργίας. Κατόρθωνε, μοναχά, να μετα-πλάθ-ει το καταβυθισμένο υλικό ενός μη βιώσιμου ψυχικού φόρτου σε ένα μη βιώσιμο πλην λεκτικοποιημένο κι αναγνώσιμο από την ίδια κόσμο.


©Νεφέλη Συρίγου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

χωρίο 34 / Μνημόσυνον έρωτος

χωρίο 19 / Ύμνος στη Λευτεριά