χωρίο 8 / Σε ξένη χώρα
Άνοιξα τα μάτια
και δεν ήταν πια δικά μου.
Είχαν το δικό σου καστανό,
βαθύ, γήινο,
μ' απαλές νιφάδες χιόνι στις άκρες της ίριδας
και ψιλές ανταύγειες πράσινης άνοιξης.
Και τότε είδα βουνά
που μοιάζουν με γίγαντες κοιμώμενους.
Δαιδαλώδη μονοπάτια στα τρανσιλβανικά δάση. Είδα πλακόστρωτους δρόμους
βαρείς από ιστορία.
Το παλιό τραμ να διασχίζει συνοικοίες φτωχιές, αγωνιζόμενες,
μα κι εκκλησίες με τέμπλα ολόχρυσα
και κτίρια αριστοκρατικά μ' ανάγλυφο διάκοσμο που σ' άφηνε δίχως ανάσα.
Πολύχρωμες πλατείες
τόσο παραμυθένιες
που ένιωθες σαν να μην υπάρχεις.
Πώς ίσως δεν υπήρξες ποτέ.
Ένα παλιό κάστρο - οχυρό
στα χείλη ενός επιβλητικού γκρεμού.
Κι από κάτω η πολιτεία να ξυπνάει κουρασμένη απ' τους αιώνες.
Είδα Ρωμαίους αυτοκράτορες να παρελαύνουν
κι εθνικούς ποιητές να άδουν στις πλατείες. Ένιωσα πόνο για έναν τόπο ξένο,
όπως η τρίχρωμη σημαία ανέμιζε
νικηφόρα, μα λίγο ματωμένη
και πίστεψα σ' ένα φέρελπι μέλλον
που διόλου ήτανε δικό μου.
Σαν πρόβαλλε το τέταρτο φεγγάρι,
έπρεπε να τα κλείσω.
Τα μάτια μου ή μάλλον τα δικά σου.
Τώρα αντικρίζω έναν βαθυγάλανο ουρανό
κι έναν υπέρλαμπρο ήλιο.
Μόνο που ο Νότος πια δεν με χωρά
και βλέπω πάλι εσένα.
Μέσα στη δύση του χιονιού
και στην ανατολή της άνοιξης.
Ι.Λ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου