χωρίο 22 / άνοιξη και χιόνι
Παράξενο, αλήθεια.
Πόσο γρήγορα μεσολάβησαν μήνες ολόκληροι από την τελευταία συνάντησή μας.
Για σένα θα 'μαι ήδη μια παλιά ιστορία. Μια γυναίκα που γνώρισες κάπου κάποτε στην Βαλτική.
Ξέρω,
πως έχεις ήδη προχωρήσει στη ζωή σου. Σε
φαντάζομαι να γυρνάς στο σπίτι ύστερα από τη δουλειά. Κρεμάς το μπουφάν σου και
ρεμβάζεις
ευτυχισμένος
έξω
από το παράθυρο. Τα χέρια της σε τυλίγουν, τα ξανθά μαλλιά της ρέουν πάνω στους ώμους σου
καθώς σε φιλά στα χείλη, εσύ χαμογελάς στα γαλανά της μάτια. Κι
ύστερα, στην πολύχρωμη πλατεία της πόλης
σου μπροστά απ' την μεσαιωνική εκκλησία
εκείνη φορά ένα λευκό φόρεμα κι
εσύ την περιμένεις στα σκαλιά ντυμένος με το μαύρο σου κουστούμι που σε κάνει να μοιάζεις με Έλληνα θεό, με βλέμμα γεμάτο προσμονή και σταθερά χέρια. Κι
ύστερα,
δυο
παιδιά
παίζουν
χαρούμενα στο σαλόνι ενώ εκείνη μαγειρεύει κι εσύ με τα χαρτιά απλωμένα στο τραπέζι, γράφεις ποιήματα.
Τις τελευταίες μέρες σε φαντάζομαι έντονα έτσι.
Μη με ρωτάς, γιατί.
Πάει σχεδόν ένας χρόνος κι οφείλω να πω αντίο.
Κι όμως φοβάμαι μην ξεχάσω το πρόσωπό σου
ή
το γέλιο σου
ή
τον τόνο της φωνής σου. Ήδη
φορές
φορές η
εικόνα σου γίνεται θολή -χρειάζεται πια κάποια προσπάθεια να σε ανακαλέσω ολόκληρο στο μυαλό μου - και
φοβάμαι μην ξεχάσω πιο πολύ τα λόγια σου που φτιάξανε μια ποίηση από άνοιξη και χιόνι.
Κι είναι η ισορροπία
στη μνήμη και στη λήθη σου
σαν ακροβασία.
Απ' όποια πλευρά κι αν γείρει το σχοινί,
πονάω.
Πονάω
να σε σκέφτομαι,
πονάω
να σε σβήσω. Δεν σε κατηγορώ.
Το σφάλμα είναι δικό μου. Βιάζομαι να χτίσω τα σπίτια μου στο μέλλον.
Κι έτσι,
ίσως,
αυτό είναι το τελευταίο ποίημα που σου ζωγραφίζω.
Με συγχωρείς, δεν στο υπόσχομαι.
Πολλά έχω βαφτίσει τελευταία ποιήματα.
©Ιωάννα Λικιαρδοπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου