Αναρτήσεις

χωρίο 10 / Κρεμ

Εικόνα
Έχοντας καιρό να κρεμαστώ από ένα τηλέφωνο, θυμήθηκα πώς είναι να 'σαι κρεμασμένος από σκοινί και κρεμασμένο κάδρο και κρεμασμένος στο σταυρό και σημαία κρεμασμένη το απόγευμα, φεγγάρι κρεμασμένο μες στην νύχτα, να κρέμεσαι από τα χείλια κάποιου σα λέξη στην άκρη της γλώσσας και σα φιλί. Έρωτα κουφάλα έρχεται κρεμάλα. Σταμάτης Παρασκευάς

χωρίο 9 / μου λείπεις

Εικόνα
Μου λείπεις. Πάλι. Πολύ. Θέλω να σε δω. Να σου μιλήσω. Να σε αγγίξω. Μου λείπεις. Η αλήθεια είναι αυτή. Κι ας μην θέλω να την πω δυνατά. Θα είναι οριστική αποδοχή. Θα με δεσμεύσει. Θα με δέσει με κόκκινα δεσμά πάνω σε ένα βράχο. Κατά τη βασανιστική διάρκεια της ημερας, η αγωνία για τα συναισθήματα σου θα μου κατατρώει τα σωθικά. Σαν αετός ανάλγητος και δίκαιος, διοσταλτο όργανο της επαναφοράς της τάξης. Κατά τη νύχτα τα αστέρια θα μου γιατρευουν τις πληγές. Θα τα βλέπω να μου χαμογελούν και θα ονειρεύομαι και θα δυναμώνω. Σαν να μην είχε γίνει τίποτα ποτέ. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Τι προμηθεική αγωνία. Αβάσταχτη. Κι εγώ δεν είμαι Τιτάνας. Εγώ είμαι άνθρωπος με πάθη. Με το βάρος του ανεκπλήρωτου ή μάλλον του ημι-εκπληρωμένου. Μου λείπεις. Πάλι. Πολύ. Η αλήθεια είναι αυτή και δεν μ' αρέσουν οι αλήθειες. Ι.Λ.

χωρίο 8 / Σε ξένη χώρα

Εικόνα
Άνοιξα τα μάτια και δεν ήταν πια δικά μου. Είχαν το δικό σου καστανό,  βαθύ, γήινο,  μ' απαλές νιφάδες χιόνι στις άκρες της ίριδας  και ψιλές ανταύγειες πράσινης άνοιξης.  Και τότε είδα βουνά  που μοιάζουν με γίγαντες κοιμώμενους. Δαιδαλώδη μονοπάτια στα τρανσιλβανικά δάση.  Είδα πλακόστρωτους δρόμους βαρείς από ιστορία.  Το παλιό τραμ να διασχίζει συνοικοίες φτωχιές, αγωνιζόμενες,  μα κι εκκλησίες με τέμπλα ολόχρυσα  και κτίρια αριστοκρατικά μ' ανάγλυφο διάκοσμο που σ' άφηνε δίχως ανάσα.  Πολύχρωμες πλατείες τόσο παραμυθένιες  που ένιωθες σαν να μην υπάρχεις.  Πώς ίσως δεν υπήρξες ποτέ.  Ένα παλιό κάστρο - οχυρό στα χείλη ενός επιβλητικού γκρεμού. Κι από κάτω η πολιτεία να ξυπνάει κουρασμένη απ' τους αιώνες. Είδα Ρωμαίους αυτοκράτορες να παρελαύνουν κι εθνικούς ποιητές να άδουν στις πλατείες. Ένιωσα πόνο για έναν τόπο ξένο,  όπως η τρίχρωμη σημαία ανέμιζε  νικηφόρα, μα λίγο ματωμένη...

χωρίο 7 / Ώδε κείμαι επ' αόριστον

Εικόνα
Το σημείο μηδέν  βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μαξιλάρι. Το σημείο βρασμού  βρίσκεται ακριβώς πάνω. Ακριβώς εκεί που σμίγει  η δεξιά πλευρά του προσώπου μου  και η αριστερή πλευρά του δικού σου.  Ή εκεί που σμίγει  η δεξιά πλευρά του προσώπου σου  και η αριστερή πλευρά του δικού μου. Η μύτη ανταμώνει το σεντόνι.  Οσμές  αναδύονται προβάλλοντας ενταφιασμένες αναμνήσεις. Τα βλέφαρα έπεσαν σμιλεύοντας είδωλα  όσων  οσφράνθηκα. Ώδε εφάπτονται αυτός και αυτή ώδε κείνται αυτός και αυτή  επ' αόριστον. Τα χρωματιστά κλινοσκέπασματα βρέθηκαν μες στον κάδο σιμά σε κάθε ψήγμα ημών των οδυρόμενων. Το μαξιλάρι απαράλλαχτο και ανέγγιχτο αναπαύεται στο άδειο στρώμα. Το πρόσωπο μου  βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μαξιλάρι. Εμελίνα Μαραγκούλια

χωρίο 6 / Πού βρίσκεσαι, τι κάνεις;

Εικόνα
Που βρίσκεσαι; Τι κάνεις; Άραγε χαμογελάς; Ξέρεις, αγάπη μου, ακόμα σε θυμάμαι. Τα βράδια ονειρεύομαι πως αρμενίζω στο πέλαγος μέσα σ' ένα παλιό ξύλινο καράβι.  Στέκεσαι στην πλώρη. Φοράς ένα λευκό πουκάμισο και χαμογελάς. Τα μάτια σου παίρνουν το χρώμα του δειλινού. Λες πως αγαπάς τη θάλασσα. Λες πως είμαι η θάλασσα. Ο ήλιος δύει κι ανατέλλει, τα χείλη σου έχουν γεύση από αλάτι, τα χέρια σου είναι θερμά σαν θερινό απομεσήμερο. Κι ο χρόνος δεν υπάρχει, μονάχα εσύ κι εγώ κι η θάλασσα κι ένας φάρος που φέγγει σα πυξίδα στον ορίζοντα. Εγώ κι εσύ ένα αέναο ταξίδι. Μα κάθε που νιώθω την ανάγκη να πιάσουμε λιμάνι ορθώνονται κύματα φριχτά. Βυθιζόμαστε βίαια. Το ρεύμα μας απομακρύνει. Ο αφρός σε σκεπάζει μέχρι που χάνεσαι. Μια δίνη ακατανίκητη με τραβάει, με τραβάει μέχρι που το σκοτάδι του νερού είναι βαθύ και που δεν ξέρω πια αν η επιφάνεια είναι προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Τότε ξυπνάω τρομαγμένη. Το μέτωπό μου είναι υγρό κι ανασαίνω γρήρορα, βαθιά για ν' αποδιώξω το φόβο του πν...

χωρίο 5 / Μέτρημα

Εικόνα
  ©van Gogh Κάθομαι και μετρώ τα φιλιά που δεν πρόλαβα να σου δώσω. Τις φορές που τα δάχτυλά μας δεν πλέχθηκαν σε εαρινό στεφάνι ή που δεν χάιδεψα τα μαλλιά σου. Πόσο λίγο χάρηκα το γέλιο σου, τον τρόπο που βαδίζεις με τα χέρια στις τσέπες, τις νότες της φωνής σου. Μετρώ τις λέξεις που δειλά γεννιούνταν στα χείλη, σα ψίθυρος, κι ύστερα κρύβονταν πάλι μέσα ανείπωτες. Πώς όχι; Οι λέξεις σαν γίνουν φωνή αποκτούν αυθυπαρξία, σε εξουσιάζουν. Μετρώ κι αργοανασαίνω - η ζέστη εδώ είναι νοτερή με πνίγει. Μα πάλι σκέφτομαι πώς οι μικρές στιγμές μας είχαν πάντα κάτι από αιωνιότητα. Σαν να χωρούσαμε ολόκληρες ζωές μέσα σε λίγες μέρες. Τι υπέροχα παράξενο! Μερικά άπειρα είναι πιο μεγάλα. Σταματώ να μετρώ κι ονειρεύομαι. ©Ι.Λ.

χωρίο 4 / αντί καλημέρας

Εικόνα
Αδύνατο να κοιμηθώ. Τα σεντόνια ειναι σχοινιά. Το κρεβάτι καίει. Απ' έξω χιόνι κι ο χρόνος τεντωμένος. Πάλλεται σα κλωστή καθώς μετράω τα λεπτά, ένα προς ένα. 249 ακόμη. Θα το αντέξω. Μα είναι αδύνατο να κοιμηθώ κι ο χρόνος δεν κυλάει. Σταμάτησε εδώ - συμπαγής - μέσα στο ξένο δωμάτιο. Θα το αντέξω. Κι ας φοβάμαι. Είναι που με εξημέρωσες βλέπεις. Και τώρα οι δείκτες κυλούν στο ρυθμό της προσμονής. Της προσμονής μου να σε δω ή μάλλον της αδημονία ς. Γιατί ξέρω, όπως ξέρεις, ότι το μόνο που έχουμε είναι ένα χειμερινό αστέρι, με σύντομη τροχιά που σκίζει τον ουρανο. Κι ύστερα οι δρόμοι μας χωρίζουνε, τα σύμπαντα χωρίζουνε, ένα μονάχα πύρινο αστέρι μας ενώνει σα φέγγει και στους δυό μας ουρανούς. Αδύνατο να κοιμηθώ. Θέλω να ξημερώσει γρήγορα, γρήγορα. Να φτάσει 10 - επιτέλους. Εγώ στις 10 συνήθως κοιμάμαι. Σιχαίνομαι τα πρωινά. Μα τώρα ήδη απ' τις 8 θα ξεκινήσω να μετράω, να ανυπομονώ. Στις 9 και μισή η καρδιά μου θα αρχίσει να χτυπάει μαινόμενη, μέχρι που δεν θα...