χωρίο 23 / φόβος. Φόβος.
Φόβος.
Φόβος
καθηλωτικός.
Φόβος
παράλυσης. Πολλές φορές αναπνέω με δυσκολία από τον
φόβο.
Κι αναρωτιέμαι, παρά τη λογική μου, αν το 'χω.
Του δώσαμε όνομα και τ' ονομάζουμε, τάχα πως δεν
φοβόμαστε,
μα για μένα είναι ένα ουδέτερο οριστικό άρθρο.
Περιεκτικό. Της αγωνίας, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Εδώ που είμαι,
φοβάμαι.
Κι όσο
φοβάμαι,
καπνίζω. Λένε πως οι καπνιστές είναι ευπαθής ομάδα. Και
κάθε τσιγάρο που ανάβω με γεμίζει
φόβο.
Κι ύστερα καπνίζω, επειδή
φοβάμαι.
Ο κόσμος πια έχει αλλάξει. Μάλλον είχε αλλάξει καιρό, χρόνια τώρα, μ' άλλο δεν ίστανται δικαιολογίες για να εθελοτυφλούμε. Προχθές είδα μια πασχαλίτσα σ' ένα φύλλο καταπράσινο, ο ήλιος φώτισε το κόκκινο χρώμα της, το πράσινο φύλλο, και για μια στιγμή είδα την άνοιξη που έφτασε φωνάζοντας ζωή. Μα να που κάθε μέρα πεθαίνουμε σε αριθμούς κι ουσία. Κι όχι που δήθεν είμαστε κλεισμένοι, ήμασταν κλεισμένοι και πριν. Μα που εχθές τον φίλησα κι ένιωσα
φόβο,
μα που πέρασα ένα απόγευμα με τη φίλη μου, κι ένιωσα
φόβο,
μα που βγήκα το πρωί από το σπίτι, κι ένιωσα
φόβο. Ίσως έτσι να κόλλησα. Ίσως και όχι. Το να μην ξέρω είναι το χειρότερο. Και κάθε τι κοστίζει τη ζωή μου ή τη ζωή σου ή τη ζωή του, κι ακόμα κι η αγάπη απέκτησε τιμή. Κι όταν αυτό τελείωσει, εάν τελειώσει, θα μείνουμε με χέρια ματωμένα από την εμμονική καθαριότητα και με καρδιά μισή που θα
φοβάται
ν' αναπνεύσει.
©Ιωάννα Λικιαρδοπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου